- επιχάριτος
- ἐπιχάριτος, -ον (Α)επίχαρις*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιχάριτος — ἐπίχαρις pleasing gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek
ՇՆՈՐՀԱԼԻՑ — ( ) NBH 2 0482 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 11c, 12c, 14c ա. χαριτωθείς, κεχαριτομένος, κεχαρισμένος, νη, ἑπιχαρίτος , χάριες, χαριέστερος, εὕχαρις gratiosus, gratia plenus, na, gratior et suavior,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)